πληροφορία

πληροφορία
η информация, сведения; данные; известие; сообщение; справка;

ακριβής ( — или ασφαλής) πληροφορία — точная информация;

θετικές ( — или έγκυρες) πληροφορίαίες — достоверные сведения;

γραφείο πληροφορίαιών — информационное бюро; — справочное бюро;

μαζεύω ( — или συγκεντρώνω) πληροφορίαίες — собирать сведения; — наводить справки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πληροφορία" в других словарях:

  • πληροφορία — πληροφορίᾱ , πληροφορία fullness of assurance fem nom/voc/acc dual πληροφορίᾱ , πληροφορία fullness of assurance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορίᾳ — πληροφορίαι , πληροφορία fullness of assurance fem nom/voc pl πληροφορίᾱͅ , πληροφορία fullness of assurance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορία — η, ΝΜΑ [πληροφορώ] είδηση, γνώση, το σύνολο τών σημάτων, λέξεων, φράσεων με το οποίο καθιστά κανείς γνωστό ένα πράγμα, μια κατάσταση ή ένα γεγονός νεοελλ. 1. ποιοτικός συντελεστής που καθορίζει τη θέση ή την κατάσταση ενός συστήματος αυτόματου… …   Dictionary of Greek

  • πληροφορία — η είδηση, γνώση για πρόσωπο ή πράγμα ή γεγονός: Έχω θετικές πληροφορίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληροφορίας — πληροφορίᾱς , πληροφορία fullness of assurance fem acc pl πληροφορίᾱς , πληροφορία fullness of assurance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορίαι — πληροφορία fullness of assurance fem nom/voc pl πληροφορίᾱͅ , πληροφορία fullness of assurance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορίαν — πληροφορίᾱν , πληροφορία fullness of assurance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορίαις — πληροφορία fullness of assurance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»